Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κλωπίδαι — κλωπίδαι, οἱ (Α) [κλωψ] κωμική ονομασία αττικού δήμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλώψ «κλέφτης» + πατρων. κατάλ. ίδαι (πρβλ. Ατρε ίδαι, Αλκμεων ίδαι)] … Dictionary of Greek
κλωπιδῶν — κλωπίδαι masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)